RSS

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

Β. Οργανολογία και παράδοση

Κατά την ταξινόμηση των Hoznbostel και Sachs, τα όργανα ταξινομούνται αναλόγως της φύσης του υλικού που πάλλεται για την παραγωγή του ήχου. Οι βασικές κατηγορίες των οργάνων είναι: τα χορδόφωνα, τα αερόφωνα, τα μεμβρανόφωνα και τα ιδιόφωνα (ξυλόφωνα, μεταλλόφωνα κ.τ.λ.). Τα ελληνικά παραδοσιακά όργανα έχουν προέλθει σε χρήση από διαφορετικές περιοχές και ιστορικές περιόδους. Τα νεότερα όργανα όπως είναι το βιολί, το κλαρίνο και το ακορντεόν, εκτόπισαν τις παλαιότερες λύρες, πίπιζες, τζαμάρες και γκάιντες. Τα αρχαία όργανα συνυπάρχουν με νεότερα συγκερασμένα και ευρωπαϊκά ή τα αναβιωμένα ανατολικά όργανα που ξαναεμφανίστηκαν μετά από απουσία πολλών χρόνων. Όργανα της ανατολής βρίσκονται δίπλα σε όργανα της ηπειρωτικής Ελλάδας, αστικά όργανα συνηχούν μαζί με λαϊκά.
Η βασική τους διάκριση εκτός από την ταξινόμηση που ήδη αναφέραμε, μπορεί να γίνει ως εξής, με βάση την δυνατότητά τους να εκτελούν συγκερασμένα ή φυσικά διαστήματα:

Α) Τα «τυφλά» όργανα, δηλαδή τα ελεύθερα από κάθε διαστηματικό περιορισμό που είναι: η ανθρώπινη φωνή, τα τοξωτά έγχορδα και τα άταστα λαούτοείδη όπως το ούτι.

Β) Τα «εύκαμπτα» όργανα που μπορούν να προσαρμόζονται σε οποιαδήποτε φθογγοθεσία, όπως τα ξύλινα και τα χάλκινα πνευστά.

Γ) Τα όργανα με «προεπιλεγμένη» φθογγοθεσία, όπως το κανονάκι και τα λαουτοείδη με κινητούς δεσμούς.

Δ) Τα «συγκερασμένα» όργανα όπως το σαντούρι, όλα τα πληκτροφόρα και τα λαουτοείδη με ακίνητα τάστα.
Τα παραδοσιακά όργανα συνεργάζονται κατά παράδοση σε «ζυγιές» και «κομπανίες». Την ζυγιά αποτελούν δύο ή περισσότερα όργανα, ενώ η κομπανία είναι μία ολοκληρωμένη ορχήστρα με περισσότερα όργανα. Γνωστές ζυγιές είναι στην Ηπειρωτική Ελλάδα ο ζουρνάς με το νταούλι, η γκάιντα και η θρακομακεδονική λύρα με τον νταϊρέ. Νησιώτικες ζυγιές είναι η τσαμούνα με το τουμπάκι, η κρητική λύρα και το ξεροντάουλο, η λύρα ή το βιολί με το λαούτο, το μαντολίνο με την κιθάρα. Στην Μικρά Ασία υπάρχουν οι ζυγιές του ζουρνά, της γκάιντας (τουλούμ) και της λύρας (κεμετζές, κεμανές) με συνοδεία νταουλιού.
Μοναχικά όργανα είναι κυρίως η φλογέρα, το σουραύλι και η τζαμάρα των βοσκών, ο λαϊκός ταμπουράς (λιογκάρι, σάζι, μπουλγαρί, μπουζούκι κ.α.) που συνοδεύει το τραγούδι και η αστική λατέρνα-ρομβία.
Συνήθεις κομπανίες κατά περιοχές και μ. είδη:
1. Στεριανή κομπανία: κλαρίνο, βιολί, λαούτο, σαντούρι
2. Ηπειρωτική κομπανία: κλαρίνο, βιολί, λαούτο, σαντούρι, ντέφι
3. Χάλκινα Δ. Μακεδονίας: κλαρίνο, κορνέττα, ευφώνιο, τρομπέτα, αλτικόρνο, τρομπόνι, τύμπανο, πιάτα, ταμπούρο.
4. Α. Μακεδονίας – Θράκης: βιολί, κλαρίνο, ούτι, τουμπελέκι
5. Α. Ρωμυλίας: βιολί, καβάλι ή φλογέρα, ακορντεόν, νταούλι
6. Μακεδονίας – Θράκης: γκάιντα, καβάλι, ακορντεόν, νταούλι
7. Πολίτικη κομπανία: βιολί ή λύρα, κλαρίνο, ούτι, κανονάκι, ντέφι ή τουμπελέκι
8. «Οθωμανική»: λύρα, κανονάκι, ούτι, νέϊ, ταμπουράς, τσέλο ή ταμπουράς με δοξάρι, μπεντίρ, κου-ντούμ (ανακαράδες), πολίτικο λαούτο.
9. Σμυρναίϊκη κομπανία: σαντούρι ή τσέμπαλο, βιολί, κιθάρα, μαντολίνο, τσέλο
10. ΒΑ Αιγαίου: βιολί, σατνούρι, κιθάρα, τουμπελέκι (κλαρίνο – ούτι)
11. Κυκλαδίτικη: βιολί, λαούτο, σαντούρι
12. Δωδεκανήσων: λύρα, τσαμπούνα, λαούτο
13. Κρήτης: λύρα ή βιολί, λαούτο, μαντολίνο
14. Κύπρου: βιολί, λαούτο, ταμπουτσάς (κλαρίνο – σαντούρι)
15. Επτανήσων: δύο βιολιά, δύο κιθάρες ή παλαιότερα δύο λαούτα
16. Μαντολινάτα Επτανήσων: κιθάρες, μαντολίνα, μαντόλες, μαντολοτσέλλο ( και μαζί με ορχήστρα έγχορδων και ξύλινων πνευστών)
17. Μπάντα Κέρκυρας: ξύλινα, χάλκινα πνευστά και κρουστά δυτικού τύπου
18. Κάτω Ιταλίας: τσαμπόνια (τσαμπούνα), σουραύλι, κιθάρα, ακορντεόν ή αρμόνικα – μπόκα και ταμπουρίνο (ντέφι)
19. Πειραιώτικη: Δύο τρίχορδα μπουζούκια, κιθάρα, μπαγλαμάς
20. Πολίτικη: βιολί, αρμόνικα (ή ακορντεόν), κιθάρα, τζουμπούς (ή μπάτζο)
21. Λαϊκή: δύο μπουζούκια, κιθάρα, μπαγλαμάς, ακορντεόν (ή πιάνο ή αρμόνιο), κοντραμπάσο, κρουστά.

Τα μουσικά όργανα παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην διαμόρφωση του ύφους κάθε περιοχής και είδους. Με τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά, την έκταση, το ηχόχρωμα, τον κυματισμό (βιμπράτο) και την έντασή τους επηρεάζουν και επηρεάζονται από την φωνητική μουσική. Κάθε περιοχή έχει μουσικούς τρόπους που εξαρτώνται σε έναν βαθμό από την έκταση και την φθογγοθεσία των ντόπιων οργάνων. Ας δώσουμε μερικά παραδείγματα: Ο αυλός της γκάιντας (γκαιντανίτσα) έχει έκταση διάστημα ενάτης. Ο μεγαλύτερος αυλός που συνοδεύει, έχει το «ίσο» του στον πέμπτο φθόγγο του πρώτου αυλού. Έτσι η γκάιντα σχηματίζει μελωδίες με έκταση διαστήματα πέμπτης προς τα πάνω και κάτω. Τέτοιοι τρόποι στις περιοχές Α. Μακεδονίας και Θράκης είναι οι διατονικοί τρόποι δ, α και ο χρωματικός β, όλοι στην βάση του δ’. Η λύρα και η τσαμπούνα στις Κυκλάδες έχουν την καταγωγή τους στην προϊστορική εποχή και είναι η μήτρα της νησιωτικής μουσικής παράδοσης. Η λύρα στα Δωδεκάνησα και την Βόρειο Ελλάδα (Μακεδονία-Θράκη) έχει κρατήσει το αρχέγονο κούρδισμά της: κάτω χορδή ΛΑ, μεσαία χορδή ΡΕ μία πέμπτη κάτω και πάνω χορδή ΣΟΛ σε διάστημα τόνου από την κάτω. Ο μουσικός έχει ένα διάστημα πέμπτης (ΛΑ-ΜΙ) στην κάτω χορδή, για να εκτελέσει την μελωδία, συν έναν προσλαμβανόμενο τόνο που προσφέρει η πάνω ΣΟΛ χορδή. Η μεσαία χορδή εκτελεί χρέη «ίσου» και η τσαμπούνα έχει την ίδια έκταση, εφ’ όσον οι πέντε τρύπες της παράγουν έξι φθόγγους. Ο δεύτερος αυλός της δωδεκανησιακής τσαμπούνας έχει από μία έως τρείς τρύπες που αλλάζουν το «ίσο». Έτσι, όλοι οι παλιοί σκοποί της λύρας και της τσσμπούνας δεν ξεπερνούν αυτό το διάστημα έκτης. Το λαούτο έχει καταγωγή από τον τρίχορδο ταμπουρά και το ηχείο του ευρωπαϊκού λαούτου ή του ουτιού. Το παλαιότερο παίξιμο του λαούτου που ήταν πιο σολιστικό, χρησιμοποιούσε την ανοιχτή κάτω χορδή (ΛΑ) για την μελωδία και τις υπόλοιπες χορδές για συνοδεία. Έτσι η έκταση των μελωδιών έφτανε μετά βίας την οκτάβα, πατώντας πάνω στο ηχείο του οργάνου. Το κούρδισμα του βιολιού σε πέμπτες επηρέασε το κούρδισμα και τον χειρισμό της λύρας και του λαούτου. Πάνω σε αυτήν την λογική, η κρητική και δωδεκανησιακή λύρα κουρδίζεται σε πέμπτες (ΛΑ, ΡΕ, ΣΟΛ) και η έκτασή της φτάνει τις δύο οκτάβες, εφ’ όσον τα δάχτυλα του μουσικού παίζουν έτσι και στις τρείς χορδές. Το ίδιο συμβαίνει με το στεριανό λαούτο που κουρδίζει σε πέμπτες (ΛΑ, ΡΕ, ΣΟΛ, ΝΤΟ) ή το κρητικό (ΜΙ, ΛΑ, ΡΕ, ΣΟΛ) που έχουν συνολική έκταση δύο οκτάβες.

Ενώ οι παλαιότεροι σκοποί έχουν περιορισμένη έκταση, οι νεότεροι μπορούν να ξεπεράσουν την οκτάβα, έχοντας δυνατότητα μεταφοράς κλιμάκων. Το κούρδισμα σε πέμπτες έδωσε στο λαούτο την δυνατότητα να συνοδεύει σε όλες τις τονικότητες, μετατρέποντάς το σε καθαρά συνοδευτικό όργανο, απαραίτητο σε όλες τις στεριανές και νησιωτικές κομπανίες. Στην φλογέρα και τον ζουρνά είναι εύκολη η αυξομείωση του τονικού ύψους των φθόγγων τους, ανάλογα με το φύσημα. Είναι ευκολότερο να αποδώσουν «μαλακά» διατονικά ή χρωματικά διαστήματα. Σε όποιες περιοχές υπάρχει η παρουσία του ζουρνά (π.χ. Μακεδονία) τα τραγούδια και οι σκοποί έχουν λόγω των διαστημάτων, «ανατολικό» ύφος. Πολλοί σκοποί της Θεσσαλίας και της Ρούμελης που οι μελωδίες τους βασίζονται σε τετράφθογγα συστήματα, προέρχονται από την φλογέρα ή την μεγαλύτερη σε μέγεθος τζαμάρα. Με «καμάρες» στην δακτυλοθεσία παράγονται μελωδίες με πεντατονικό χαρακτήρα. Αναλόγως με την ένταση στο φύσημα, τετράφθογγες κλίμακες μετατρέπονται εύκολα σε χρωματικές (π.χ. Νικρίζ ή Καρτσιγιάρ).

Το βιολί έφερε στην Πόλη ο τυφλός Γιώργης στα μέσα του 18ου αιώνα, εισάγοντας την οθωμανική μουσική. Όπως λέει ο Φοίβος Ανωγειανάκης, στο βιολί παίζονται εύκολα οι ανημίτονες κλίμακες, κρατώντας το αριστερό χέρι σταθερά στην δεύτερη θέση και χρησιμοποιώντας το πρώτο, δεύτερο και τρίτο δάχτυλο.





Το κλαρίνο πρωταγωνιστεί στην μουσική ελληνική παράδοση, χρησιμοποιώντας όλες τις διαστηματικές ποικιλίες. Η μεγάλη του έκταση και οι χρωματικές του δυνατότητες, εμπλούτισαν τους παραδοσιακούς σκοπούς με δεξιοτεχνικές αναλύσεις της μελωδίας, με εισαγωγές και με οργανικές σουίτες που εμπεριέχουν νεότερες τεχνικές παιξίματος, όπως οι κλίμακες και τα αρπέζ. Το κούρδισμα του ουτιού σε τέταρτες διευκολύνει την εκτέλεση μακάμ με συναφή τετραχόρδων, όπως το ουσάκ, το καρτζιγιάρ και το χιτζάζ. Το παλαιότερο παίξιμο στο ούτι επέβαλε πάτημα με το πρώτο και τρίτο δάχτυλο του αριστερού χεριού. Η φυσική απόσταση των δύο δακτύλων δίνει αμέσως τα «μαλακά» διαστήματα των μακάμ. Ο κεμετζές και ο κεμανές, οι δύο φιαλόσχημες λύρες της Μικράς Ασίας έχουν κούρδισμα σε τέταρτες. Η ανάγκη για «γέμισμα» της μελωδίας, δίνει τεχνικές όπως το στόλισμα με τρίλιες και οι παράλληλες τέταρτες που προκύπτουν εύκολα με το κοινό πάτημα δύο χορδών ταυτοχρόνως. Κάποια περισσότερο εξελιγμένα όργανα όπως το βιολί, το κλαρίνο, το κανονάκι και το ούτι, προσφέρουν στον μουσικό πολλές δυνατότητες: έκταση, ευκολία μετάθεσης κλιμάκων, δυνατότητα διαστημάτων, ευκολία σε έκφραση και ταχύτητα. Έτσι, μπορούν να εκτελέσουν τα περισσότερα είδη της ελληνικής μουσικής και συνεργάζονται εύκολα με άλλα όργανα. Όργανα της λόγιας μουσικής της Κωνσταντινούπολης, όπως ο ταμπουράς, το πολίτικο λαούτο και το κανονάκι, προσφέρουν με τους κινητούς «δεσμούς» και τα ελάσματα δυνατότητα ακριβούς εκτέλεσης όλων των διαστηματικών μεγεθών που απαιτεί η ανατολική μουσική. Γι’ αυτόν τον λόγο τα όργανα αυτά τοποθετούνται σε ένα κεντρικό σημείο της ορχήστρας, για να ακούν τα άλλα όργανα το ενδεικτικό «κούρδισμα» των διαστημάτων. Κάποιες φορές, μέσα από το παίξιμο νεότερων οργάνων διατηρούνται ακούσματα παλαιότερων. Μέσα από ένα ιδιαίτερο παίξιμο του κλαρίνου ακούγονται η τζαμάρα, η γκάιντα, ο ζουρνάς, ακόμα και το οθωμανικό ρεμπάμπ (ομώνυμος σκοπός). Ακούγεται επίσης ο λυγμός του Ηπειρωτικού μοιρολογιού μέσα στα απότομα διαστήματα της εβδόμης. Στο παίξιμο του βιολιού αναπαράγεται ο ήχος της νησιώτικης τσαμπούνας (ρεπαντί). Τα όργανα διαφοροποιούνται στην έκφρασή τους αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής. Η κρητική λύρα, όπως και τα ριζίτικα τραγούδια, αποδίδονται με δωρική απλότητα, ενώ η πολίτικη λύρα και οι μανέδες αποδίδουν την μελωδία με ευλίγιστο τρόπο και περίτεχνα στολίδια. Ακόμα πιο σύνθετα είναι τα γυρίσματα του κλαρίνου, στα κλέφτικα και στα άλλα καθιστικά τραγούδια της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το ιδιαίτερο βιμπράτο της γκάιντας που γίντεται με την μικρή τρύπα, έχει επηρεάσει τον κυματισμό της φωνής στο Μακεδονικό τραγούδι. Οι εκφραστικές ιδιαιτερότητες που προκύπτουν λόγω αλληλοεπιρροής της φωνής και των οργάνων διαμορφώνουν το ύφος κάθε περιοχής.

Ελληνικά λαϊκά και αστικά μουσικά όργανα

Ι. Χορδόφωνα

Α. Νυκτά Λαουτοειδή
1. Λαϊκός ταμπουράς (σάζι, μπουργαρί, γιογκάρι, κίτελι, μπουζούκι, μπαγλαμάς κ.τ.λ.)
2. Αστικός ταμπουράς ή ταμπούρ
3. Ούτι
4. α. Στεριανό λαούτο
β. Κρητικό λαούτο
γ.Πολίτικο λαούτο
5. α. Τρίχορδο μπουζούκι
β. Τετράχορδο μπουζούκι
γ. Τζουράς
δ. Μπαγλαμάς
6. Μαντολίνο, μαντόλα
7. Κιθάρα
Β. Τοξωτά Λαουτοειδή
1. Αχλαδόσχημες λύρες (Κωνσταντινούπολης, Κρήτης, Δωδεκανήσου, Λήμνου, Μακεδονίας και Θράκης)
2. Φιαλόσχημες λύρες (κεμετζές ή κεμανές)
3. Βιολί
4. Τοξωτός ταμπουράς
5. Τσέλλο

Γ. Ψαλτήρια Πολύχορδα
1. Κανονάκι (με νύχια)
2. Σαντούρι (με μπαγκέτες)
3. Τσίμπαλο (με μπαγκέτες)
4. Λατέρνα – Ρομβία (μηχανικό όργανο με στρόφαλο)


ΙΙ. ΑΕΡΟΦΩΝΑ

Δ. Φλάουτα
1. Φλογέρα (ανοικτός αυλός)
2. Τζαμάρα (ανοικτός αυλός)
3. Καβάλι (ανοικτός αυλός)
4. Νέι (ανοικτός αυλός)
5. Σουραύλι ή θιαμπόλι ή πιθκιαύλιν (με ράμφος)
6. Δίαυλος (με ράμφος)


Ε. Γλωττιδοφόροι Αυλοί
1. Ζουρνάς ή πίπιζα (δίγλωττος)
2. Άσκαυλοι Μονόγλωττοι:
α. Τσαμπούνα (Κυκλάδες, Δωδεκάνησα)
Ασκομαντούρα (Κρήτη)
Αγγείον (Πόντος)
Σκορτσοτσέμπουνο (Κεφαλλονιά)
β. Γκάιντα (Μακεδονία, Θράκη)
3. Κλαρίνο
4. Πληκτροφόρα αερόφωνα (αρμόνικα, ακορντεόν, οργανέτο)
ΣΤ. Σάλπιγγες (Χάλκινα)
1. Κορνέττα
2. Τρομπέττα
3. Ευφώνιο
4. Αλτικόρνο
5. Τρομπόνι


ΙΙΙ. ΚΡΟΥΣΤΑ
Ζ. Μεμβρανόφωνα
1. Ντέφι, Νταχαρές, Μπεντίρ, Ρέκ, Ταμπουτσάς, Ταμπορέλο
2. Νταούλι
3. Τουμπί
4. Ανακαράδες (Κουντούμ)
5. Τουμπελέκι ή Νταραμπούκα

6. Τύμπανο

7. Ταμπούρο



Η. Ιδιόφωνα

1. Ζίλια

2. Μασιά

3. Πιάτα – Τρίγωνο

4. Χυτά κουδούνια (Κυπριά)

5. Ξύλινα κουτάλια

6. Ποτηράκια & Κομπολόι

7. Σήμαντρο

Α. Η γεωγραφία της μουσικής

ΛΙΓΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΙΚΑ
Η τεχνολογία των διαστημάτων της μουσικής μας παράδοσης, δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα από τα είδη των μουσικών που έχουμε αναφέρει ως τώρα. Ωστόσο η ποικιλία του ύφους δυσχεραίνει την κατάταξη και ταξινόμηση των κλιμάκων και των διαστημάτων τους. Ακολουθούν την γενική διάκριση σε αυλιτικό/σπονδιακό σύστημα (οκτάβα δια 24 και 72) και σε πυθαγόρειο φυσικό σύστημα (οκτάβα δια 12 και 53). Τα αρχαιότερα πνευστά όπως οι ζουρνάδες, οι τσαμπούνες, οι φλογέρες/τζαμάρες παρήγαγαν τα «μαλακά» αυλιτικά διαστήματα που ακούγονται πιο «παράφωνα» για το σημερινό αυτί. Οι διαστηματικές δυνατότητες των εγχόρδων οργάνων της Ανατολής (ταμπουράς, ούτι, κανονάκι κ.τ.λ.) κράτησε ζωντανό το άκουσμα των «μαλακών» διαστημάτων μέχρι σήμερα.
Η επικράτηση των ευρωπαϊκών συγκερασμένων οργάνων στη Ανατολή, επέφερε την σταδιακή δυτικοποίηση των τροπικών κλιμάκων. Μετά την αρχαία πεντατονία και την «Βυζαντινή» οκτωηχία, ο ευρωπαϊκός συγκερασμός έγινε μια τρίτη νεότερη παράδοση για την ελληνική μουσική. Αποτυπώσεις τραγουδιών σε δίσκους από τις αρχές του 20ού αιώνα αποδεικνύουν την ταυτόχρονη εκτέλεση «σκληρών» και «μαλακών» διαστημάτων, χωρίς διάκριση.
Η υποχώρηση της τροπικότητας άφησε χώρο για αμφισβήτηση των «μαλακών» διαστημάτων και υπαγωγή των τρόπων στο συγκερασμένο σύστημα του ματζόρε και του μινόρε.
Οι τόποι και η μουσική τους
Οι μουσικοί τρόποι διαφέρουν αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής και της ιστορικής περιόδου στην οποία άκμασαν.
Στο δοκίμιό του για το Ελληνικό δημοτικό τραγούδι ο Σαμουέλ Μπομποβί, χωρίζει την ελληνική μουσική σε δύο κατηγορίες: την στεριανή παράδοση που βασίζεται στις ανημίτονες κλίμακες και στην θαλασσινή που χρησιμοποιεί κλίμακες με ημιτόνια. Στην δεύτερη κατηγορία μπορεί να ενταχθεί και η παράδοση της Μικράς Ασίας που αποτέλεσε από τους αρχαίους χρόνους την μεγαλύτερη πηγή πολιτισμού για το Ελληνικό έθνος.
Στεριανή παράδοση
Στην Ήπειρο, την Θεσσαλία και την Δυτική Μακεδονία επικρατεί η ανημίτονη πεντατονία που ανήκει στα πρωτογενή μουσικά είδη. Επεκτείνεται μέχρι την Εύβοια, Ρούμελη και Πελοπόννησο όπου ακούγεται σποραδικά και δεν συναντάται ποτέ στην νησιωτική και μικρασιατική μουσική.
Η πεντατονία έχει τροπικό χαρακτήρα (κάθε φθόγγος της κλίμακας γίνεται τονική βάση τρόπου) και παρουσιάζει άλλες ιδιαιτερότητες στην Ήπειρο και άλλες στην Δυτική Μακεδονία και Θεσσαλία.
Η πεντατονική μελωδία καλύπτει τις μεγάλες διαστηματικές περιοχές της κλίμακας (τριημιτόνια) με γλυστρήματα (γκλισάντο) και έλξεις που προσδίδουν χαρακτήρα εντοπιότητας. Έτσι η έκφραση της Ηπειρωτικής πεντατονίας διαφέρει από την αντίστοιχη Κινέζικη, Ινδική ή Κέλτικη.
Τα τραγούδια ή οι οργανικοί σκοποί, συνδυάζουν πολλές φορές πεντατονία με επτατονία, όπως ακούμε για παράδειγμα στα οργανικά μοιρολόγια να εναλλάσσεται πεντάτονο με διατονικό ή χρωματικό πλάγιο του δ (μ. Ραστ και Νικρίζ). Περιπτώσεις πεντατονικών κλιμάκων μετατρέπονται μέσα από την ερμηνεία των οργανοπαιχτών σε χρωματικό πλάγιο του δ. Στους νομούς Ιωαννίνων και Πρεβέζης ευδοκίμησε μια αστική μουσική με επτατονικό χαρακτήρα και Βαλκανικό-Κωνσταντινουπολίτικο προσανατολισμό. Στην περιοχή του Ζαγορίου επικρατούν οι αργοί πεντάσιμοι ρυθμοί με αστικό ύφος, ενώ στο Πωγώνι συνηθίζονται οι αργοί συρτοί χοροί (στα τρία). Η οργανική μουσική της Ηπείρου ξεχωρίζει για την μεγάλη της ποικιλία. Ανάμεσα στους ελεύθερους οργανικούς σκοπούς είναι ο ποιμενικός «σκάρος» και το μοιρολόϊ, όπου το κλαρίνο μιμείται τις φωνές αυτών που μοιρολογούν. Στην Β. Ήπειρο επικρατεί το φαινόμενο πολυφωνικών τραγουδιών με τέσσερις φωνές: τον παρτή, τον γυριστή, τον κλώστη και το ίσον.
Στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης συναντούμε συχνά τρόπους που συνηθίζουν οι γκάιντες και οι λύρες: διατονικός δ, α στην βάση του δ, β μαλακός χρωματικός. Η παρουσία μικρασιατικών προσφύγων καθώς και ετερόγλωσσων ομάδων, προσδίδουν στην Μακεδονική παράδοση ποικιλία τρόπων και ρυθμών. Συνυπάρχουν η αρχαιότερη πεντατονία με τα συγκερασμένα χάλκινα όργανα της περιοχής πάνω από την Καστοριά. Οι βοριοθρακιώτες πρόσφυγες με την λύρα και το νταούλι, οι Πόντιοι με τον κεμετζέ και το αγγείον, οι μικρασιάτες με το κλαρίνο, το βιολί και το ούτι, οι γύφτοι του νομού Σερρών με τον μεγάλο Μακεδονικό ζουρνά και το ψαλτικό ύφος των τραγουδιών του Παγγαίου. Οι σκοποί των ορεινών περιοχών συγγενεύουν με αυτούς της Ηπειροθεσσαλίας, ενώ στα αστικά κέντρα τα τραγούδια έχουν περισσότερο Κωνσταντινουπολίτικο χαρακτήρα.
Η Θρακιώτικη παράδοση διαμορφώνεται σε δύο περιοχές: την Βορειοδυτική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία, που έχει κοινά στοιχεία με την Βουλγαρική μουσική και την Ανατολική Θράκη που η μουσική της είναι κοινή με αυτήν της Προποντίδας.
Εδώ υπάρχει μεγάλη ποικιλία τρόπων, ρυθμών και μελωδιών. Οι χοροί τους – με κορυφαίο χορό τον Ζωναράδικο – ξεχωρίζουν για την γοργή και χαρούμενη ρυθμική τους αγωγή, ενώ τα καθιστικά τραγούδια έχουν ένα έντονα βυζαντινό χρώμα. Η Θεσσαλική μουσική στηρίζεται σε τετράφθογγα συστήματα (τέσσερις φθόγγοι μέσα στα όρια ενός πεντάχορδου). Η διαφορά τους από τα πεντατονικά συστήματα είναι πως χρησιμοποιούν διαστήματα ημίτονου, τόνου, τριημίτονου και δίτονου. Η αυστηρά μικρή έκταση των τετραφθόγγων δείχνει όργανα με αρχαίες καταβολές που επεβίωσαν λόγω των κλειστών εθνοπολιτισμικών κοινοτήτων. Τα τραγούδια και οι χοροί στα ορεινά των Τρικάλων είναι κοινά με αυτά της Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας. Χαρακτηριστικός χορός ο αργός Τσάμικος που επικρατεί στα ορεινά χωριά των Αγράφων και τα αργά συρτά τύπου «Καραγκούνας» και «Σβαρνιάρας». Στα πηλιορείτικα τραγούδια της Ανατολικής Θεσσαλίας επικρατούν διατονικά τραγούδια με νησιώτικο χρώμα και αστικό χαρακτήρα που συγγενεύουν με αυτά των Σποράδων.



Τα τραγούδια της Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου είναι πανομοιότυπα. Επικρατούν οι επτατονικοί τρόποι, οι γοργοί τετράσημοι συρτοί, οι συρτοί Καλαματιανοί και οι πηδηχτοί Τσάμικοι. Ιδιαίτερος χορός της Ανατολικής Στερεάς είναι το επτάσημο καγκέλι που εξελίσσεται σε συρτό, ενώ της Πελοποννήσου είναι ο αρχαίος πεντάσημος Τσακώνικος. Τα σπανιότερα πεντατονικού και τετραφθογγικού χαρακτήρα τραγούδια των ορεινών περιοχών δείχνουν βορειότερη καταγωγή. Συμπλέκονται τα «μαλακά» διαστήματα του ζουρνά και του κλαρίνου, με τα πιο «σκληρά» της ζυγιάς βιολιού-λαούτου της νότιας Πελοποννήσου. Εδώ επικρατεί το τραγούδι, ενώ η οργανική μουσική υπάρχει για την συνοδεία των χορευτικών τραγουδιών.



Η παράδοση των Ελληνόφωνων περιοχών της Απουλίας και Καλαβρίας στην κάτω Ιταλία απηχούν επιδράσεις της Ιταλικής μουσικής, όμως οι συγκερασμένες κλίμακες και οι διφωνίες μεταφέρουν ακόμα κάποια στοιχεία τροπικότητας. Η θεματολογία των τραγουδιών είναι ίδια με της υπολοίπου Ελλάδας και δεσπόζει ο γοργός ρυθμός της ταραντέλλας, ένα τροχαϊκό τετράμετρο που παραπέμπει στον θρακιώτικο ζωναράδικο. Τα όργανα που χρησιμοποιούνται είναι η τσαμπόνια (τσαμπούνα), τα σουραύλια, το ακορντεόν ή το οργανέτο, η κιθάρα, η αρμόνικα-μπόκα (φυσαρμόνικα) και το ταμπορέλο (ντέφι).





Νησιωτική Παράδοση

Στην επτανησιακή μουσική επικρατούν οι μείζονες κλίμακες, οι διφωνίες με διαστήματα τρίτης και έκτης και η συνοδεία των ευρωπαϊκών συγκερασμένων οργάνων όπως η κιθάρα και η οικογένεια του μαντολίνου. Στην Κέρκυρα δεσπόζουν οι αστικές καντάδες ιταλικού τύπου με τέσσερις φωνές: κάντο, σεκόντο, τέρτσο και μπάσο. Συναντάται επίσης η παράδοση της μπάντας δυτικού τύπου με όλων των ειδών τα χάλκινα και ξύλινα πνευστά. Στην Ζάκυνθο επικρατούν οι λαϊκές αρέκιες (πολυφωνικά τραγούδια χωρίς οργανική συνοδεία) και οι σερενάτες (ντουέτο τενόρου-βαρύτονου με οργανική συνοδεία). Στην Λευκάδα έχει διεισδύσει το κλαρίνο και το λαούτο, λόγω γειτνίασης με την Ήπειρο. Μέχρι πρόσφατα είχαν επιβιώσει στην Κεφαλονιά η τσαμπούνα και στην Ζάκυνθο ο ζουρνάς, απηχώντας παλαιότερα διαστήματα. Η παράδοση των Κυθήρων έχει ενταγμένα στοιχεία της Πελοποννησιακής, της Επτανησιακής καθώς και της Κρητικής μουσικής.





Τα νησιά των Β. Σποράδων (Σκύρος, Σκόπελος, Αλόνησος, Σκιάθος) έχουν πλούσια φωνητική παράδοση. Στα τραγούδια επικρατούν ο α’ ήχος (μ. Ουσάκ), ο β’ διατονικός ή μέσος του β’ (μ. Σεγκιάχ-Χουζάμ) και ο πλάγιος του β’ (μ. Χιτζάζ). Η Ίμβρος η Τένεδος και η Λήμνος έχουν μουσική με ύφος παραπλήσιο της Προποντίδας. Στο βόρειο τμήμα της Εύβοιας συναντούνται σποραδικά ανημίτονα τραγούδια, ενώ το νότιο τμήμα έχει τραγούδια με καθαρά νησιώτικο χρώμα. Στην Άνδρο και τον Αργοσαρωνικό τραγουδιούνται τα αρβανίτικα τραγούδια.



Στις Κυκλάδες, όπως και σε όλα τα νησιά, χρησιμοποιούνται οι επτατονικές κλίμακες. Με το τουμπί και την τσαμπούνα χορεύονται ακόμα στα πανηγύρια οι γοργοί διατονικοί παλιότεροι σκοποί, παράλληλα με τα μερακλίδικα χρωματικά τραγούδια που ήρθαν από την Μικρά Ασία. Χαρακτηριστικοί χοροί είναι ο μπάλλος, ο συρτός και ο καλαματιανός. Το καθ’ αυτό κυκλαδίτικο ύφος ευδοκιμεί στη Σίφνο, Κύθνο, Νάξο και Αμοργό. Τα νησιά του βορειανατολικού Αιγαίου (Σάμος, Λέσβος, Χίος, Ικαρία) έχουν κοινή παράδοση με την μικρασιατική αιολική ακτή. Ακούγονται ανατολικοί ήχοι όπως ο διατονικός βαρύς (μ. Ιράκ-Εβίτζ), ο δίφωνος πλάγιος του α’ (μ. Σαμπά) και ο μέσος του β’ (μ. Χουζάμ). Οι μερακλήδες τραγουδιστές λένε μανέδες, χορεύουν απτάλικα και τσιφτετέλια, παίζουν ταξίμια με ούτια και σαντουρόβιολα. Ιδιαίτερος χορός είναι ο αργός ζεϊμπέκικος που χορεύεται και στις απέναντι ακτές, στον κόλπου του Αδραμίτιου και στο Αϊβαλί. Στα δωδεκάνησα εκτός από τους παλιούς ντόπιους σκοπούς συναντάμε τραγούδια που είναι επηρεασμένα από τα Ιωνικά παράλια. Υπάρχουν επίσης επιδράσεις από Ενετούς, Γενοβέζους, Φράγκους και Ιταλούς που κατείχαν τα Δωδεκάνησα μέχρι το 1948.



Στην Ρόδο, την Κάσο και την Κάρπαθο το ύφος διαφοροποιείται έντονα καθώς κυριαρχεί η δωδεκανησιακή λύρα με τα γερακοκούδουνα, η τσαμπούνα, οι αρχαϊζουσες κλίμακες και οι γοργοί, έντονοι χοροί. Παραπλήσιο είναι το ύφος, τα όργανα και οι ρυθμοί στο νησί της Κρήτης. Λόγω των πολλών ιστορικών αλλαγών, καθώς και της μεγάλης έκτασης του νησιού συνυπάρχουν ανάμεικτα πολλά διαφορετικά στοιχεία: οι κοντυλιές (μελωδικοί πυρήνες), οι μαντινάδες (δίστιχα) και οι γοργοί χοροί με τη λύρα και το λαούτο (σούστα, πεντοζάλι), τα βυζαντινά ριζίτικα, το αναγεννησιακό έπος του Ερωτόκριτου, η αστική μουσική της Σητείας με το βιολί και το πιάνο, οι βουνίσιοι σκοποί με το θιαμπόλι και την ασκομαντούρα και τα ταμπαχανιώτικα της Α. Κρήτης με το μπουλγαρί που έχουν Σμυρναϊκες ρίζες.



Η Κύπρος αποτελεί κομμάτι του ελληνισμού της Μικρασίας. Τα τραγούδια της έχουν μεσαιωνική προέλευση (παραλογές, ακριτικά), ενώ τα «τσιατίσματα» (δίστιχα) και οι «φωνές» (μελωδικά πρότυπα) είναι τα πλέον χαρακτηριστικά κυπριακά ιδιώματα. Οι «ποιητάρηδες» αφηγούνται γεγονότα του κοινωνικού βίου πάνω σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα (ρίμες), φαινόμενο γνωστό σε όλη την νησιωτική Ελλάδα. Οι πιο αντιπροσωπευτικοί χοροί της Κύπρου είναι οι εννεάσημοι ανδρικοί και γυναικείοι αντικριστοί. Σε γενικές γραμμές η μουσική, τα όργανα και οι χοροί της Κύπρου έχουν ένα ανάμεικτο, μεταξύ Μικρασιατικού και νησιωτικού χαρακτήρα.





Μικρασιατική παράδοση

Η μουσική της Μικράς Ασίας μπορεί να χωριστεί θεωρητικά σε δύο περιοχές: α)την Προποντίδα και τα Δυτικά παράλια, β)τον Πόντο την Μαύρη θάλασσα και την Καππαδοκία.



Στην πρώτη περιοχή κυριαρχούν τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη. Η Βασιλεύουσα των Ελλήνων Πόλη είναι για παραπάνω από δέκα αιώνες το χωνευτήρι όλων των θρησκευτικών και κοσμικών παραδόσεων πολλών εθνοτήτων. Η λαϊκή και λόγια μουσική της Πόλης διεκδικεί την συγγένεια με την κοσμική μουσική του Βυζαντίου, ως άμεση απόγονός της μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στα χέρια των Οθωμανών συνεχίζει την κυριαρχία της στην Ανατολική Μεσόγειο καθώς γίνεται η πρωτεύουσα του Μουσουλμανικού κόσμου. Μέχρι σήμερα η Κωνσταντινούπολη αντιπροσωπεύει όλες αυτές τις κουλτούρες μέσα από την πλούσια μουσική της παραγωγή. Η αρχόντισσα και κοσμοπολίτισσα Σμύρνη, η φυσική πρωτεύουσα του Αιγαίου, δεσπόζει με τα σαντουρόβιολα, τις Εστουδιαντίνες, τους μανέδες, τους μπάλλους, τα απτάλικα, τους καρσιλαμάδες και τα ευρωπαϊκά όργανα. Οι σκοποί και τα τραγούδια της ταξίδεψαν σε όλη την Ελλάδα και έγιναν το υλικό για να γεννηθεί το Ρεμπέτικο τραγούδι. Η παράδοση των μικρασιατικών παραλίων μεταχειρίζεται όλες τις δυνατές ποικιλίες ήχων και ρυθμών. Τα τραγούδια τους στηρίζονται στα παλιά «μαλακά» διαστήματα, παράλληλα όμως στα αστικά κέντρα δεν λείπουν οι «σκληρές» μινόρε κλίμακες, ξεφεύγοντας από τα αυστηρά πλαίσια του Ελλαδικού δημοτικού τραγουδιού.



Η μουσική του Πόντου ξεχωρίζει από τους γοργούς, ιδιαίτερους χορούς του, το ξέφρενο και στολισμένο παίξιμο του κεμετζέ και τον ιδιόμορφο κυματισμό της εκτέλεσης των τραγουδιών, που συγγενεύει με αυτόν της Περσικής μουσικής. Ο Ανατολικός Πόντος (Τραπεζούντα, Αργυρούπολη, Νικόπολη) έχει αρχέγονα τραγούδια με περιορισμένη έκταση και χορούς όπως το τικ και το τας που συγγενεύουν με Αζέρικους χορούς, ενώ ο Δυτικός (Οινόη, Ινέπολη, Κερασούντα) μεταχειρίζεται ύφος ίδιο με την υπόλοιπη μουσική της Μικρασίας. Ποντιακού τύπου είναι και τα τραγούδια των Ελλήνων του Καυκάσου (Κριμαία και Ρωσικός Πόντος). Η απόδοση των «μαλακών» φθόγγων της κλίμακας είναι η χαμηλότερη που μπορεί να ακουστεί γι’ αυτό και ξενίζει τους σημερινούς Έλληνες. Οι ρυθμοί των τραγουδιών είναι μονοί ως επί το πλείστον, γοργοί, ιδιόμορφοι και δύσκολα πολλές φορές αναγνωρίζονται. Τα όργανα που χρησιμοποιούνται είναι ο Κεμετζές, το αγγείον, το καβάλι, ο ζουρνάς και το νταούλι. Στο παρελθόν υπήρξαν ορχήστρες ευρωπαϊκού τύπου, εστουδιαντίνες και τακίμια με ούτι, βιολί, σάζι και άλλα μικρασιατικά όργανα.



Τα Ελληνόγλωσσα και Τουρκόφωνα τραγούδια της Καππαδοκίας έχουν μια απλότητα και ιεροπρέπεια και ξεχωρίζουν για τον τελετουργικό τους χαρακτήρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα θρησκευτικά, εορταστικά τραγούδια, όπως το τραγούδι του Αγίου Βασιλείου από τα Φάρασα, του Αγίου Κωνσταντίνου, του Αγίου Ι. Χρυσοστόμου, του μέγα Πάσχα και αντίπασχα. Είναι η γενέτειρα των ακριτικών τραγουδιών που από τον Θ’ αιώνα τραγουδήθηκαν παντού, φτάνοντας μέχρι τις άκρες του Ελληνισμού. Κύριο μελωδικό όργανο είναι ο κεμανές (εξάχορδη φιαλόσχημη λύρα) και άλλα όπως το βιολί, το ούτι, το κλαρίνο, το σάζι και το ντέφι.



Οι Πόντιοι και οι Καππαδόκες μετά το ’22 έφτασαν στην Ηπειρωτική Ελλάδα, συνεχίζοντας αδιάκοπα την διάλεκτό τους, τους χορούς και τα μουσικά τους ιδιώματα στους νέους τόπους κατοικίας τους.



Η αστική μουσική

Αστική μουσική είναι η μουσική που διαμορφώνεται στα αστικά κέντρα-πόλεις και λιμάνια της Α. Μεσογείου. Είναι μουσική ανώνυμη ως επί το πλείστον, αλλά και επώνυμη (π.χ. Ρωμηοί συνθέτες της Πόλης, Σμυρνιοί συνθέτες του Ρεμπέτικου).



Δύο είναι οι κυριότεροι λόγοι που διαμορφώνουν την αστική μουσική. Πρώτον, ο συνωστισμός διαφόρων εθνοφυλετικών ομάδων που συνωστίστηκαν σε πόλεις-λιμάνια και αλληλοεπηρεάστηκαν από τον περιβάλλοντα μουσικό χώρο, εν αντιθέσει με την επαρχία όπου δύσκολα εισχώρησαν νέες κουλτούρες. Δεύτερον, στο αστικό περιβάλλον η μουσική εφαρμόστηκε από επαγγελματίες μουσικούς που αναδιαμόρφωσαν τις ντόπιες παραδόσεις, παράγοντας νέα εξελιγμένα είδη, εν αντιθέσει με την επαρχία όπου την μουσική εκτελούσαν ερασιτέχνες, που έπαιζαν το πατροπαράδοτο ρεπερτόριο.



Τα θέματα των τραγουδιών καθρεφτίζουν την ζωή των πόλεων: αστικά επαγγέλματα, νέες συνήθειες, αστικό περιβάλλον κ.τ.λ. Το αστικό τραγούδι έγινε ταυτοχρόνως και παραδοσιακό, αφού συνδέθηκε με τα έθιμα του κύκλου του χρόνου, τους γάμους και τα πανηγύρια.



Σημαντικά κέντρα επιρροής που διαμορφώνουν μέσα στην πορεία του χρόνου το αστικό τραγούδι είναι η Κωνσταντινούπολη, η Βενετία και η Γένοβα, οι οποίες μέσα από την εμπορική τους επικοινωνία με άλλα λιμάνια, διέσπειραν νέα μουσικά ήθη από τα Επτάνησα μέχρι την Κύπρο.



Άλλες πόλεις που έπαιξαν σημαντικό ρόλο είναι η Ανδριανούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη, η Χίος, ο Χάνδακας (Ηράκλειο), τα Γιάννενα.



Η αστική μουσική, όπως έφτασε μέχρις εμάς, αναπτύχθηκε μέσα στα χρονικά πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1453-1909).



Μετά την άλωση στην Πόλη εγκαταστάθηκαν πληθυσμοί από πολλά έθνη και φυλές: Τούρκοι, Γενοβέζοι, Ενετοί, Φράγκοι, Άραβες, Σύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Εβραίοι, Αρβανίτες, Τσιγγάνοι, Σέρβοι, Βλάχοι, Βούλγαροι, Κοζάκοι, Αρμένιοι. Μεταξύ άλλων εγκαταστάθηκαν και Έλληνες από την Σμύρνη και την υπόλοιπη Μικρά Ασία, από τον Πόντο και την Μαύρη Θάλασσα, από την Θράκη, την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους.



Από την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566) και έπειτα, η μουσική της Κωνσταντινούπολης εμπλουτίστηκε με Αραβοπερσικές επιρροές και το περιβάλλον του παλατιού έθαλψε μουσικά είδη και φόρμες από την Ανατολή.



Την αγάπη των Ελλήνων για την Περσική μουσική επιβεβαιώνουν τα περσικά τραγούδια που βρίσκονται σε κώδικες εκκλησιαστικής μουσικής του 16ου και 17ου αιώνα. Η σήμανση ήχου και ρυθμού των τραγουδιών γίνεται με τους αραβοπερσικούς όρους μακάμ και ουσούλ.



Η ίδρυση των μουσικών καφενείων (1555) της Πόλης και της Προύσας, οι Ελληνικές ταβέρνες του Γαλατά και οι συντεχνίες των οργανοπαιχτών, διέδωσαν την μουσική αυτή στα λαϊκά στρώματα. Από την ετερόκλητη εθνοφυλετική ζύμωση, προέκυψαν νέα είδη και μορφές που έγιναν το ρεπερτόριο του Ρωμηού μουσικού. Ο πρώτος γνωστός Ρωμηός μουσικός του παλατιού υπήρξε ο Αγγελής (1703) που έπαιζε ταμπουρά. Μαθητής του είναι ο πρίγκηπας της Μολδαβίας Δημήτριος Καντεμίρης που υπήρξε θεωρητικός, συνθέτης και κατέγραψε συνθέσεις της εποχής του σε δική του σημειογραφία. Ο χανεντές Ζαχαρίας (1700) εισήγαγε το καλοφωνικό είδος του Μπεστέ. Ο Πέτρος λαμπαδάριος (+ 1777) υπήρξε ο πιο γνωστός μουσικός της εποχής του στον χώρο της εκκλησιαστικής και «εξωτερικής» μουσικής. Ο τυφλός βιολιστής Τζώρτης (τέλη 18ου αιώνα), ο αμανετζής Γιωργάκης Σιβελίογλου (1780), ο παλατιανός χανεντές Γιωργάκης Πάτζογλου και ο Ηλίας (+ 1780). Τον 19ο αιώνα γίνονται γνωστοί ο κεμετζετζή Γιάννης, ο χανεντές Σταυράκης, ο Γεώργιος Σούτζος και ο Σταυράκης Γεωργιάδης. Στα μέσα του 19ου αιώνα διαπρέπουν οι αδελφοί Κυριαζή (Αντώνης, Γιάννης και Χρήστος), η αδελφή τους Ευθαλία, οι συνθέτες και λυράρηδες Βασιλάκης και Νικολάκης. Μαθητές του Βασιλάκη είναι ο περίφημος Τζεμίλ Μπέη και ο Αναστάσιος Λεονταρίδης (+ 1938). Ο γιός του Λάμπρος είναι ο γνωστός λυράρης των Ρεμπέτικων ηχογραφήσεων. Γνωστοί μουσικοί των αρχών του 20ου αιώνα είναι οι ουτίστες Μάρκος Τσολάκογλου και Γιώργος Μπατζανός και ο αδελφός του, ο λυράρης Αλέκος Μπατζανός. Μεταξύ των Ρωμιών συνθετών βρίσκονται και πολλοί πρωτοψάλτες του Πατριαρχείου, όπως ο Πέτρος Βυζάντιος, ο Ιάκωβος και ο Γρηγόριος. Είναι γνωστοί πάνω από τριάντα ψάλτες που είναι γνώστες της «εξωτερικής» μουσικής και χειριστές των οργάνων όπως ο ταμπουράς και το Νεϊ.



Από το 1601 που μεταφέρθηκε το Πατριαρχείο στο Φανάρι, η συνοικία αυτή έγινε το επίκεντρο της ανερχόμενης αστικής τάξης.



Η Φαναριώτικη αριστοκρατία έγραφε νέους στίχους πάνω σε αραβοπερσικές και ευρωπαϊκές μελωδίες. Στο Άγιον Όρος σώζονται κώδικες με συλλογές από φαναριώτικα τραγούδια της εποχής (Μελπομένη, Πανδώρα, Μουσικόν Απάνθησμα κ.α.). Τα τραγούδια αυτά διαδόθηκαν μέχρι τις παραδουνάβιες πόλεις και την Μαύρη Θάλασσα και όπου αλλού ζούσαν Ελληνικοί πληθυσμοί.



Οι μουσικές επιρροές δεν προέρχονταν μόνο από την Ανατολή, αλλά και από τα Βαλκάνια και την Δύση. Στα γλέντια και τις μουσικές συναθροίσεις εκτελούνταν όλα τα είδη των τραγουδιών και των χορών: Ρωμαίϊκοι συρτοί και χασάπικοι, Αραβικοί μανέδες και τσιφτετέλια, Πέρσικα πεσρέφια και Σεμάγια, Δερβίσικοι χοροί, Τσιγγάνικοι χοροί της κοιλιάς, Τούρκικα σαρκιά, Ζεϊμπέκικος, Κόνιαλης, Σέρβικος, Αρναούτικος (αλβανικός), Καζάσκα, Βλάχικες χόρες, φράγγικοι μπάλλοι, βάλς, μαρς και καντάδες.



Οι Γύφτοι τον 11ο αιώνα κατέβηκαν από τα Βαλκάνια, φτάνοντας ως την Κωνσταντινούπολη και τα παράλια της Αδριατικής. Προσκαλεσμένοι από τον Πασά των Ιωαννίνων, τσιγγάνοι μουσικοί εμπλούτισαν την ντόπια Ηπειρωτική μουσική με οργανικές μελωδίες και τραγούδια (τα Αληπασαλίδικα) που στηρίζονταν σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα και η μουσική τους έμοιαζε με αστικά τραγούδια της Πόλης και της Μολδοβλαχίας. Οι οργανοπαίχτες που φημίζονταν για το παίξιμό τους και το τραγούδι τους, περιόδευαν σε όλη την επαρχία, παίζοντας τους σκοπούς τους στα πανηγύρια.



Η βαθμιαία εγκατάσταση σε κλειστούς χώρους, όπως τα μουσικά καφενεία και οι ταβέρνες, οδήγησε την μουσική σε επιλογή «ψιλών» οργάνων (κανονάκι, ούτι, βιολί κ.τ.λ.) που αντικατέστησαν τα «χονδρά» όπως οι λύρες, οι ζουρνάδες, τα νταούλια κ.α. Ο τύπος της λαϊκής κομπανίας αποτελούνταν από βιολί, ούτι, κλαρίνο, σαντούρι ή κανονάκι, λαούτο και ντέφι.



Από τον 15ο αιώνα και έπειτα, η Δυτική μουσική διαφοροποιείται έντονα σε σχέση με την Ανατολική, σχηματίζοντας νέα προοδευτικά είδη και μορφές που μεταφέρουν στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου οι Φράγκοι κατακτητές και Έλληνες μουσικοί σπουδαγμένοι στη Δύση. Κοινωνίες του Ελληνικού χώρου που αναπτύχθηκαν κάτω από την επίδραση των Ιταλών και των Φράγκων ήταν ο Γαλατάς στην Κωνσταντινούπολη, η Κρήτη, η Ρόδος, η Χίος, η Κύπρος και τα Επτάνησα. Έμποροι και θαλασσοπόροι Αμαλφινοί, Βενετσιάνοι και Γενοβέζοι κατοίκησαν τον Γαλατά από τον 11ο αιώνα. Άλλος αναγεννησιακός τόπος ήταν η Βενετοκρατούμενη Κρήτη (1204-1669). Το λιμάνι του Χάνδακα αποκαλείται «Βενετία της Ανατολής». Μετά την άλωση σημαντικοί μουσικοί της Πόλης (Μ. Γαζής – Ι. Λάσκαρης – Μ. Χρυσάφης) κατέφυγαν πρόσφυγες στην Κρήτη, διαμορφώνοντας ένα νέο βυζαντινοκρητικό ύφος, ιδιαίτερα στην εκκλησιαστική μουσική. Σε αρκετούς ορθόδοξους ναούς του Χάνδακα υπήρχε το εκκλησιαστικό όργανο (organum), για την αρμονική συνοδεία πολυφωνικών ύμνων. Στις μεγάλες πόλεις έπαιζαν μπάντες πνευστών που αποτελούνταν από πίφερα (piffari = ζουρνάς), τρομπέτες, τρομπόνια και ταμπούρλα. Σε ένα κρητικό ποίημα του 15ου αιώνα αναφέρονται όργανα της εποχής:

«Μέρα, νύχτα σοναδόρους (οργανοπαίχτες) στα καντούνια και τους φόρους, τζίτερες, βιολιά, λαγούτα, άρπες, μπάσα, φιαούτα, κλαδοτζύμπανα (τσέμπαλο), τρουμπέτες…»

Οι μαντινάδες που προέρχονται από την Βενετσιάνικη matinada, ήταν τραγούδια που βασίζονταν πάνω στο ομοιοκατάληκτο δίστιχο. Από το 1310 που η Ρόδος έγινε το νησί των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, δέχτηκε την Ιταλική και την Φράγκικη επιρροή, ζώντας μέσα στο περιβάλλον της Αναγέννησης.



Ένα άλλο νησί που δέχτηκε την φράγκικη επίδραση, μετά την κατάληψή του από τους Γενοβέζους πειρατές, ήταν και η Χίος. Με τον καιρό έγινε το σπουδαιότερο λιμάνι του Αιγαίου, πάνω στον ναυτικό άξονα Γένοβας-Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση πολλοί πρόσφυγες κατέφυγαν στην Χίο, όπως επίσης και στην Κρήτη, στη Ρόδο και στα Επτάνησα.



Η Κύπρος από την εποχή των Σταυροφοριών αποτελούσε κόμβο μεταξύ Ιταλίας και των Αγίων Τόπων και είχε αναπτυχθεί εμπορικά και οικονομικά. Η ποίησή της από τον 16ο αιώνα και έπειτα, δέχθηκε την επίδραση της Ιταλικής ποίησης. Φράγκικες επιρροές υπήρξαν φυσικά και στην μουσική. Όργανα όπως το δυτικό τσέμπαλο, ήταν γνωστά σε σπίτια της αριστοκρατίας. Η δυτική πολυφωνία ακουγόταν στο παλάτι από κοσμικές εκκλησιαστικές χορωδίες. Ο γνωστός Κύπριος μουσικός του 16ου αιώνα Ιερώνυμος τραγουδιστής, μαθήτευσε στην Βενετία, δίπλα στον περίφημο Ιωσήφ Ζαρλίνο (1517-1590). Ανάμεσα στις συνθέσεις του περιλαμβάνεται ένα τετράφωνο μοτέτο.



Στην Αδριατική θάλασσα, οι Βενετσιάνοι από το 1386 έως το 1684 κυρίεψαν όλα τα Επτάνησα, φέρνοντας την εξάπλωση της Αναγέννησης πάνω στους Ελληνικούς πληθυσμούς.



Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς (1669) πολλοί Κρητικοί που εγκαταστάθηκαν στα Επτάνησα, μετέφεραν το αστικό τραγούδι και την μαντινάδα. Η Ιταλική ρίμα διαδόθηκε στις Ενετοκρατούμενες περιοχές της Κρήτης, της Ρόδου, της Κύπρου και των Επτανήσων, κάνοντας γνωστή την ομοιοκαταληξία λίγο-λίγο σε όλο τον Ελλαδικό χώρο. Η ομοιοκαταληξία έγινε ο καταλύτης των νέων εξελίξεων παίζοντας βασικό ρόλο στην γέννηση του αστικού τραγουδιού. Η ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία δημιούργησε το δίστιχο και την στροφή, ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται οργανικά μέρη. Τα δύο ημιστίχια βασίζονται στον Ιαμβικό ή Τροχαϊκό δεκαπεντασύλλαβο και στην υποδιαίρεσή του, τον οχτασύλλαβο.



Οι κρητικές και δωδεκανησιακές μαντινάδες, τα Κυπριακά «τσιατιστά», οι επτανησιακές αρέκιες, οι Πολίτικοι και Σμυρναίϊκοι μανέδες, τα χορευτικά τραγούδια πάνω στους ρυθμούς του συρτού, του καλαματιανού, του χασάπικου, καθώς και όλο το μετέπειτα λαϊκό τραγούδι, στηρίζονται στην ομοιοκατάληκτη δίστιχη στροφή που είναι δημιούργημα της Ενετοκρατίας.



Η εναλλαγή του οργανικού μέρους (εισαγωγή) με δίστιχες ή τετράστιχες στροφές, έφερε την συμμετρία μεταξύ λόγου και μουσικής, που εξυπηρέτησε την ολοένα αυξανόμενη δεξιοτεχνία των οργανοπαιχτών. Οι χορευτικοί οργανικοί σκοποί, σμίγοντας με το δίστιχο, έδωσαν νέα τραγουδιστικά είδη: τον μανέ (δίστιχο και ταξίμι), τον Μπάλο-μανέ (δίστιχο και μπάλος), τον τραγουδιστό Ζεϊμπέκικο (δίστιχο και Ζεϊμπέκικος), τον τραγουδιστό Χασάπικο (δίστιχο και Χασάπικος), καρσιλαμά, τσιφτετέλι κ.τ.λ. Αναγεννησιακές επιρροές υπάρχουν επίσης στα όργανα και στους χορούς. Όργανα όπως το λαούτο και το μαντολίνο, διαδίδονται στα Ενετοκρατούμενα μέρη όπως η Κρήτη, η Κύπρος και τα Επτάνησα. Φράγκικοι χοροί με προέλευση την Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, όπως ο Μπάλος, το Μαρς, το Βαλς, η Πόλκα και η Μαζούρκα, μεταφέρονται από την Κωνσταντινούπολη σε άλλες περιοχές. Διαδεδομένα Ελληνικά λαϊκά τραγούδια, όπως τα «Ερωτοπαίγνια» ή «Εκατόλογα της Αγάπης» προέρχονται από τον κόσμο του Ευρωπαϊκού μεσαίωνα και της αναγέννησης.



Από τον 18ο αιώνα και μετά, μέσω της φυλαρμονικής μπάντας που διαδόθηκε στα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ευρωπαϊκή μουσική και τα πνευστά της όργανα διαδόθηκαν σε όλη την Ελλάδα και την Μικρά Ασία. Σε φωτογραφίες της εποχής στον Πόντο, την Σμύρνη, τον Χάνδακα και τα νησιά του Β.Α. Αιγαίου φαίνονται κλαρίνα και βιολοντσέλα, λαούτα και ούτια, τρομπόνια και τρομπέτες μαζί με σαντούρια και βιολιά κ.α.



Η αστική μουσική έχει αφομοιώσει αλλοεθνείς παραδόσεις και από την Βαλκανική χερσόνησο. Από το Βουκουρέστι και τις άλλες πόλεις της Βλαχιάς και της Μολδαβίας, κατέβηκαν προς τον νότο βλάχοι, τσιγγάνοι και άλλοι νομάδες, φέρνοντας μαζί τους την δεξιοτεχνία του βιολιού, όργανα όπως το σαντούρι ή το μεγαλύτερο σε μέγεθος τσίμπαλο, ρυθμούς όπως η χόρα και κλίμακες όπως το βαλκανικό μινόρε (μ. Νικρίζ) που συγχωνεύθηκαν με τις ντόπιες παραδόσεις.



Άλλες επιδράσεις φαίνεται να υπάρχουν και από τα παράλια της Β. Αφρικής, όπως φανερώνουν ναυτικά τραγούδια όπως το Ντιρλαντά και το Τούρνα ή ο χειρισμός του κρητικού λαούτου στον οποίο αναγνωρίζεται η τεχνική του παιξίματος του ουτιού.



Αλληλεπιδράσεις υπάρχουν και στην Μικρά Ασία: τα αφηγηματικά καππαδοκικά τραγούδια των ελληνόγλωσσων ή τουρκόγλωσσων περιοχών, απηχούν τα ακούσματα της Ανατολίας και την τεχνική του σαζιού. Κάποιοι ποντιακοί χοροί (όπως ο χορός «τας»), συγγενεύουν με την Αζέρικη μουσική. Η μουσική της Σμύρνης είναι ένα χωνευτήρι πολλών παραδόσεων: της νησιωτικής μουσικής, της «αλά Τούρκα» παράδοσης από την Ανατολή, των Ρεμπέτικων, των μανέδων, του ελαφρού και επιθεωρησιακού τραγουδιού και των Γαλλικών Εστουδιαντίνων (μουσικά σπουδαστήρια). Στην Σμύρνη έπαιζαν Ιταλικοί και Γαλλικοί μελοδραματικοί θίασοι. Στα αστικά σαλόνια τραγουδούσαν καντάδες, ρομάτζες και χόρευαν καρδίλιες με συνοδεία πιάνου. Το 1893 εγκαινιάστηκε στην Σμύρνη το πρώτο καφέ-Αμάν, αντίγραφο του τούρκικου μουσικού καφενείου. Σιγά-σιγά, η μόδα τους εξαπλώθηκε σε όλες τις πόλεις. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, Σμυρνέϊκες ορχήστρες με πολυεθνικό χαρακτήρα, παρουσιάζουν στα καφέ-Αμάν και στα καφέ-Σαντάν της Αθήνας και του Πειραιά, ρεπερτόριο που περιέχει όλα τα μουσικά είδη της εποχής.



Το 1886 ιδρύεται η πρώτη Εστουδιαντίνα «Τα Πολιτάκια» με τους Α. Περιστέρη, Β. Σιδερή και Γεώργιο Σαβαρή, που περιοδεύουν στην Γαλλία και την Μεγάλη Βρετανία και κάνουν το 1906 στην Κωνσταντινούπολη της πρώτες ηχογραφήσεις «ελληνικών τραγουδιών», διατηρώντας ζωντανή την τέχνη τους μέσω του φωνόγραφου, μέχρι την εποχή μας. Οι μουσικές αυτές ομάδες με συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, δημιούργησαν ένα νέο είδος αστικής Μικρασιατικής μουσικής, εμπλουτισμένο με νέα ηχοχρώματα. Νέα όργανα όπως το μαντολίνο, η κιθάρα, το τσέλο, το πιάνο κάνουν την εμφάνισή τους στην Σμύρνη κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Ξεκινώντας από την Πόλη και την Σμύρνη ιδρύονται μαντολινάτες σε όλη την Ελληνική επικράτεια και γίνεται τόσο αγαπητός ο ήχος του που δεν βρίσκεται εύκολα σπίτι χωρίς μαντολίνο. Η Σμύρνη προσφέρει πολλά στον τομέα της Δυτικής μουσικής, καθώς πολλοί Σμυρνηοί αποφοιτούν από ωδεία της Βιέννης, της Δρέσδης και του Παρισιού. Ανάμεσά τους βρίσκονται ο Μ. Καλομοίρης (1883 – 1962) και ο Γ. Κωνσταντινίδης (1903 – 1984), διαπρεπείς εκπρόσωποι της εθνικής μουσικής σχολής.



Με την καταστροφή της Σμύρνης (1922) και την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923-24) Μικρασιάτες πρόσφυγες πλημμύρησαν την Ελλάδα, μεγαλώνοντας την εργατική τάξη των λιμανιών. Η Σμύρνη, η Σύρος, ο Πειραιάς, η Πάτρα, ο Βόλος και η Θεσσαλονίκη έγιναν οι εστίες που γέννησαν το νέο αστικολαϊκό είδος του Ρεμπέτικου τραγουδιού, που διαδίδεται σε όλα τα πληθυσμιακά στρώματα χάρη στο φωνόγραφο. Τα πρώτα Ρεμπέτικα είναι αδέσποτες Σμυρναίϊκες μελωδίες, που προέρχονται από περιθωριακά κοινωνικά στοιχεία και ο στίχος τους αναφέρεται στην παλιά, αλλά και νέα τους πατρίδα, στον πόνο της προσφυγιάς και άλλα θέματα. Τα όργανα που συνοδεύουν το Σμυρναίϊκο-Ρεμπέτικο τραγούδι είναι συνήθως το βιολί, το σαντούρι και η κιθάρα, σπανιότερα δε η πολίτικη λύρα, το ούτι και το κανονάκι.



Τα σημαντικότερα μουσικά είδη του μανέ και του ταξίμ εξαφανίζονται κατά την διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, που θέλοντας να προωθήσει το ευρωπαϊκό πρόσωπο της Ελλάδας, απαγορεύει τους αμανέδες και τα «μπεμόλια» (τις ανατολικές κλίμακες). Μετά το 1930 το ενδιαφέρον της δισκογραφίας στρέφεται προς την Πειραιώτικη κομπανία του Μάρκου Βαμβακάρη και το Σμυρναίϊκο ύφος χάνει βαθμιαία την δημοτικότητά του.









Οι περίοδοι του ρεμπέτικου



Οι περίοδοι του Ρεμπέτικου είναι:

α) Η πρώιμη περίοδος (1890 – 1922).

Βασίζεται στην Μικρασιατική μουσική. Οι δημιουργοί είναι ανώνυμοι και οι χώροι παραγωγής είναι το λιμάνι, ο τεκές και η φυλακή.

β) Η κλασική περίοδος (1922 – 1940)

Οι δημιουργοί είναι επώνυμοι και χώρος παραγωγής είναι η ταβέρνα. Οι ορχήστρες εμπλουτίζονται και τα τραγούδια διαδίδονται μέσω της δισκογραφίας

γ) Εργατική περίοδος (1940 – 1953)

με τραγούδια ερωτικά, της εργατικής ζωής και της ξενητειάς. Δεσπόζουν τα πολυφωνικά όργανα στην ενορχήστρωση και οι πλοκές των φωνών.



Οι πιο σημαντικές σχολές του Ρεμπέτικου ήταν:

α) Η Σμυρναίϊκη σχολή που αναπτύσσεται στην κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της Σμύρνης με τα «σαντουρόβιολα», τα καφέ «Αμάν» και τα καφέ «Σαντάν». (Εκπρόσωποι: Π. Τούντας, Β. Παπάζογλου, Ογδοντάκης, Ασίκης Δ. Σέμσης, Σ. Παντελίδης, Γ. Δραγάτσης, Δ. Ατραϊδης, Ζ. Κασιμάτης, Σ. Περιστέρης, Β. Σωφρονίου). Διαρκεί μέχρι και το τέλος της κλασικής περιόδου.

β) Η Πειραιώτικη σχολή που καθιερώνει η «τετράς» (Μ. Βαμβακάρης, Σ. Παγιουμτζής, Γ. Μπάτης, Α. Δελιάς), με κυρίαρχα όργανα τους «μπουζουκομπαγλαμάδες» και χαρακτηριστικούς ρυθμούς το ζεϊμπέκικο και το χασάπικο. Ξεκινά μετά το 1930 και φτάνει μέχρι της αρχές της δεκαετίας του ’50 δίνοντας σκυτάλη στο λεγόμενο λαϊκό τραγούδι.



Το μικρασιατικό τραγούδι, οι μουσικοί του τρόποι και οι χοροί του (ζεϊμπέκικος, χασάπικος) αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της Ελληνικής μουσικής από τον 20ο αιώνα και μέχρι σήμερα.



Η συνεχής μετανάστευση μεταξύ 1893 και 1924 και ο φωνογράφος, ταξίδεψαν το Σμυρναίικο-Ρεμπέτικο τραγούδι στα πέρατα του κόσμου. Αφού επικράτησε σε όλον τον Ελληνισμό άρχισε να αργοσβήνει μετά το 1930 με την κυριαρχία του μπουζουκιού και της ελαφράς Αθηναϊκής μουσικής. Στην Αθήνα μεταφέρθηκαν από την Ευρώπη όλα τα νέα μουσικά είδη που βρήκαν αμέσως πολλούς μιμητές και έγιναν η αγαπημένη μουσική της άρχουσας τάξης. Οι τελευταίοι Σμυρνιοί μουσικοί, όπως ο Π. Τούντας, ο Β. Παπάζογλου, ο Α. Νταλγκάς, ο Κ. Σκαρβέλης, ο Γ. Κάβουρας και ο Γιοβάν Τσαούς χάθηκαν την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Μαζί με αυτούς αργοσβήνει η ιστορία της μονοφωνικής τροπικής μουσικής, δίνοντας την θέση της στην πολυφωνική ευρωπαϊκή μουσική που επικρατεί όλο και περισσότερο πάνω στις ελληνικές παραδόσεις. Το Αθηναϊκό τραγούδι και η Πειραιώτικη περίοδος του Ρεμπέτικου απηχούν όμως στους μουσικούς τους «δρόμους», τα υπολείμματα της τροπικότητας. Από τον Τσιτσάνη μέχρι τους «έντεχνους» μεταπολεμικούς Νεοέλληνες συνθέτες, η παράδοση εξακολουθεί να αποτελεί τον κύριο άξονα της έμπνευσής τους και τον κύριο λόγο της λαϊκής τους αποδοχής.

Ελληνική λαϊκή (ή δημοτική) και αστική (ή λόγια) μουσική

Η λαϊκή μουσική παράδοση των Ελλήνων ή όπως είναι πιο γνωστό τα δημοτικά τραγούδια και οι χοροί, αποτελούν το δεύτερο μεγάλο κομμάτι της Εθνικής μας μουσικής, μετά την Εκκλησιαστική (ή Βυζαντινή). Μαζί με αυτήν εντάσσεται και η αστικολαϊκή παράδοση που επικράτησε στα αστικά κέντρα του Ελλαδικού και Μικρασιατικού χώρου.


Τα οργανικά κομμάτια και τα τραγούδια της αστικής μουσικής είναι συνθέσεις ανωνύμων αλλά και επωνύμων δημιουργών, που έχουν σχέση με το λεγόμενο «εξωτερικό μέλος», δηλαδή έχουν επιρροές Περσικής, Αραβικής, Τουρκικής, Βαλκανικής και Ευρωπαϊκής μουσικής. Η λαϊκή μουσική μεταβιβάστηκε με την προφορική παράδοση από γενιά σε γενιά, ενώ μέρος της αστικής καταγράφηκε με διάφορες σημειογραφίες όπως η Βυζαντινή παρασημαντική, η γραφή του Δ. Καντεμίρη και τέλος το πεντάγραμμο.


Το ιδιαίτερο ύφος των τραγουδιών κάθε τοπικής κοινότητας διατηρήθηκε ανέπαφο μέχρις εμάς μέσω των ντόπιων ερασιτεχνών τραγουδιστών και μουσικών.

Η μουσική αυτή δεν αφορά μια ιστορική περίοδο, αλλά εκτυλίσσεται μέσα στο σύνολο του χρόνου, με έμφαση από τους μέσους χρόνους του Βυζαντίου μέχρι σήμερα. Οι κλειστές αγροτικές κοινωνίες κράτησαν τα ιδιαίτερα ακούσματα της μουσικής τους παράδοσης, καθώς νέες και αλλοεθνείς κουλτούρες έκαναν την εμφάνισή τους. Έτσι, η ποικιλία των τοπικών παραδόσεων μοιάζει με τα διαφορετικά χρονικά επίπεδα που φέρνει στο φως η σκαπάνη των αρχαιολόγων. Για αυτόν τον λόγο ο θεωρητικός της σύγχρονης Βυζαντινής μουσικής, Χρύσανθος λέει ότι η μουσική μας δεν είναι παλιά, ούτε νέα, αλλά η ίδια μουσική κατά καιρούς τελειοποιημένη. Μέσα σε αυτήν συνυπάρχουν από πρωτόγονα είδη όπως η Ηπειροθεσσαλική πεντατονία ή οι «λυροτσάμπουνες» μελωδίες του Αιγαίου Πελάγους, μέχρι τα νεότερα αστικολαϊκά είδη του Ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού.
Μέσω της προφορικότητας από την μία μεριά και της δισκογραφίας από την άλλη, έφτασε ως εμάς ένας μεγάλος όγκος πληροφοριών, μέσα από μία διαδικασία συνεχούς μετάπλασης. Η ομοιότητα των ρυθμών και των φραστικών δομών με την αρχαία ελληνική προσωδιακή μετρική, καθώς και η επιβίωση παλαιότατων συστημάτων (κλιμάκων) και των διαστημάτων τους μέσα στο δημοτικό τραγούδι, επιβεβαιώνουν την μεγάλη παλαιότητα των καταβολών της λαϊκής μουσικής. Αρχαία καταγωγή έχουν τα είδη του δημοτικού τραγουδιού όπως:
* τα τραγούδια του αγερμού (κάλαντα),
* τα χελιδονίσματα,
* τα τραγούδια του γάμου,
* τα εργατικά,
* τα δρομικά (πατινάδες),
* τα μοιρολόγια,
* τα νανουρίσματα,
* οι παραλογές,
* τα ακριτικά κ.α.

Σήμερα έχουν αλλάξει οι κοινωνικές συνθήκες που γέννησαν την μουσική αυτή και ο Δυτικός πολιτισμός με την νέα ψηφιακή τεχνολογία και την ταχύτητα εξάπλωσης της πληροφορίας, έχει συγχωνεύσει όλες τις άλλες παραδόσεις. Αποτέλεσμα είναι η ισοπέδωση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και η αντίσταση που συνεπάγεται η διατήρησή τους που καταντά όμως επί το πλείστον, ένας γραφικός φολκορισμός.