RSS

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

Β. Οργανολογία και παράδοση

Κατά την ταξινόμηση των Hoznbostel και Sachs, τα όργανα ταξινομούνται αναλόγως της φύσης του υλικού που πάλλεται για την παραγωγή του ήχου. Οι βασικές κατηγορίες των οργάνων είναι: τα χορδόφωνα, τα αερόφωνα, τα μεμβρανόφωνα και τα ιδιόφωνα (ξυλόφωνα, μεταλλόφωνα κ.τ.λ.). Τα ελληνικά παραδοσιακά όργανα έχουν προέλθει σε χρήση από διαφορετικές περιοχές και ιστορικές περιόδους. Τα νεότερα όργανα όπως είναι το βιολί, το κλαρίνο και το ακορντεόν, εκτόπισαν τις παλαιότερες λύρες, πίπιζες, τζαμάρες και γκάιντες. Τα αρχαία όργανα συνυπάρχουν με νεότερα συγκερασμένα και ευρωπαϊκά ή τα αναβιωμένα ανατολικά όργανα που ξαναεμφανίστηκαν μετά από απουσία πολλών χρόνων. Όργανα της ανατολής βρίσκονται δίπλα σε όργανα της ηπειρωτικής Ελλάδας, αστικά όργανα συνηχούν μαζί με λαϊκά.
Η βασική τους διάκριση εκτός από την ταξινόμηση που ήδη αναφέραμε, μπορεί να γίνει ως εξής, με βάση την δυνατότητά τους να εκτελούν συγκερασμένα ή φυσικά διαστήματα:

Α) Τα «τυφλά» όργανα, δηλαδή τα ελεύθερα από κάθε διαστηματικό περιορισμό που είναι: η ανθρώπινη φωνή, τα τοξωτά έγχορδα και τα άταστα λαούτοείδη όπως το ούτι.

Β) Τα «εύκαμπτα» όργανα που μπορούν να προσαρμόζονται σε οποιαδήποτε φθογγοθεσία, όπως τα ξύλινα και τα χάλκινα πνευστά.

Γ) Τα όργανα με «προεπιλεγμένη» φθογγοθεσία, όπως το κανονάκι και τα λαουτοείδη με κινητούς δεσμούς.

Δ) Τα «συγκερασμένα» όργανα όπως το σαντούρι, όλα τα πληκτροφόρα και τα λαουτοείδη με ακίνητα τάστα.
Τα παραδοσιακά όργανα συνεργάζονται κατά παράδοση σε «ζυγιές» και «κομπανίες». Την ζυγιά αποτελούν δύο ή περισσότερα όργανα, ενώ η κομπανία είναι μία ολοκληρωμένη ορχήστρα με περισσότερα όργανα. Γνωστές ζυγιές είναι στην Ηπειρωτική Ελλάδα ο ζουρνάς με το νταούλι, η γκάιντα και η θρακομακεδονική λύρα με τον νταϊρέ. Νησιώτικες ζυγιές είναι η τσαμούνα με το τουμπάκι, η κρητική λύρα και το ξεροντάουλο, η λύρα ή το βιολί με το λαούτο, το μαντολίνο με την κιθάρα. Στην Μικρά Ασία υπάρχουν οι ζυγιές του ζουρνά, της γκάιντας (τουλούμ) και της λύρας (κεμετζές, κεμανές) με συνοδεία νταουλιού.
Μοναχικά όργανα είναι κυρίως η φλογέρα, το σουραύλι και η τζαμάρα των βοσκών, ο λαϊκός ταμπουράς (λιογκάρι, σάζι, μπουλγαρί, μπουζούκι κ.α.) που συνοδεύει το τραγούδι και η αστική λατέρνα-ρομβία.
Συνήθεις κομπανίες κατά περιοχές και μ. είδη:
1. Στεριανή κομπανία: κλαρίνο, βιολί, λαούτο, σαντούρι
2. Ηπειρωτική κομπανία: κλαρίνο, βιολί, λαούτο, σαντούρι, ντέφι
3. Χάλκινα Δ. Μακεδονίας: κλαρίνο, κορνέττα, ευφώνιο, τρομπέτα, αλτικόρνο, τρομπόνι, τύμπανο, πιάτα, ταμπούρο.
4. Α. Μακεδονίας – Θράκης: βιολί, κλαρίνο, ούτι, τουμπελέκι
5. Α. Ρωμυλίας: βιολί, καβάλι ή φλογέρα, ακορντεόν, νταούλι
6. Μακεδονίας – Θράκης: γκάιντα, καβάλι, ακορντεόν, νταούλι
7. Πολίτικη κομπανία: βιολί ή λύρα, κλαρίνο, ούτι, κανονάκι, ντέφι ή τουμπελέκι
8. «Οθωμανική»: λύρα, κανονάκι, ούτι, νέϊ, ταμπουράς, τσέλο ή ταμπουράς με δοξάρι, μπεντίρ, κου-ντούμ (ανακαράδες), πολίτικο λαούτο.
9. Σμυρναίϊκη κομπανία: σαντούρι ή τσέμπαλο, βιολί, κιθάρα, μαντολίνο, τσέλο
10. ΒΑ Αιγαίου: βιολί, σατνούρι, κιθάρα, τουμπελέκι (κλαρίνο – ούτι)
11. Κυκλαδίτικη: βιολί, λαούτο, σαντούρι
12. Δωδεκανήσων: λύρα, τσαμπούνα, λαούτο
13. Κρήτης: λύρα ή βιολί, λαούτο, μαντολίνο
14. Κύπρου: βιολί, λαούτο, ταμπουτσάς (κλαρίνο – σαντούρι)
15. Επτανήσων: δύο βιολιά, δύο κιθάρες ή παλαιότερα δύο λαούτα
16. Μαντολινάτα Επτανήσων: κιθάρες, μαντολίνα, μαντόλες, μαντολοτσέλλο ( και μαζί με ορχήστρα έγχορδων και ξύλινων πνευστών)
17. Μπάντα Κέρκυρας: ξύλινα, χάλκινα πνευστά και κρουστά δυτικού τύπου
18. Κάτω Ιταλίας: τσαμπόνια (τσαμπούνα), σουραύλι, κιθάρα, ακορντεόν ή αρμόνικα – μπόκα και ταμπουρίνο (ντέφι)
19. Πειραιώτικη: Δύο τρίχορδα μπουζούκια, κιθάρα, μπαγλαμάς
20. Πολίτικη: βιολί, αρμόνικα (ή ακορντεόν), κιθάρα, τζουμπούς (ή μπάτζο)
21. Λαϊκή: δύο μπουζούκια, κιθάρα, μπαγλαμάς, ακορντεόν (ή πιάνο ή αρμόνιο), κοντραμπάσο, κρουστά.

Τα μουσικά όργανα παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην διαμόρφωση του ύφους κάθε περιοχής και είδους. Με τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά, την έκταση, το ηχόχρωμα, τον κυματισμό (βιμπράτο) και την έντασή τους επηρεάζουν και επηρεάζονται από την φωνητική μουσική. Κάθε περιοχή έχει μουσικούς τρόπους που εξαρτώνται σε έναν βαθμό από την έκταση και την φθογγοθεσία των ντόπιων οργάνων. Ας δώσουμε μερικά παραδείγματα: Ο αυλός της γκάιντας (γκαιντανίτσα) έχει έκταση διάστημα ενάτης. Ο μεγαλύτερος αυλός που συνοδεύει, έχει το «ίσο» του στον πέμπτο φθόγγο του πρώτου αυλού. Έτσι η γκάιντα σχηματίζει μελωδίες με έκταση διαστήματα πέμπτης προς τα πάνω και κάτω. Τέτοιοι τρόποι στις περιοχές Α. Μακεδονίας και Θράκης είναι οι διατονικοί τρόποι δ, α και ο χρωματικός β, όλοι στην βάση του δ’. Η λύρα και η τσαμπούνα στις Κυκλάδες έχουν την καταγωγή τους στην προϊστορική εποχή και είναι η μήτρα της νησιωτικής μουσικής παράδοσης. Η λύρα στα Δωδεκάνησα και την Βόρειο Ελλάδα (Μακεδονία-Θράκη) έχει κρατήσει το αρχέγονο κούρδισμά της: κάτω χορδή ΛΑ, μεσαία χορδή ΡΕ μία πέμπτη κάτω και πάνω χορδή ΣΟΛ σε διάστημα τόνου από την κάτω. Ο μουσικός έχει ένα διάστημα πέμπτης (ΛΑ-ΜΙ) στην κάτω χορδή, για να εκτελέσει την μελωδία, συν έναν προσλαμβανόμενο τόνο που προσφέρει η πάνω ΣΟΛ χορδή. Η μεσαία χορδή εκτελεί χρέη «ίσου» και η τσαμπούνα έχει την ίδια έκταση, εφ’ όσον οι πέντε τρύπες της παράγουν έξι φθόγγους. Ο δεύτερος αυλός της δωδεκανησιακής τσαμπούνας έχει από μία έως τρείς τρύπες που αλλάζουν το «ίσο». Έτσι, όλοι οι παλιοί σκοποί της λύρας και της τσσμπούνας δεν ξεπερνούν αυτό το διάστημα έκτης. Το λαούτο έχει καταγωγή από τον τρίχορδο ταμπουρά και το ηχείο του ευρωπαϊκού λαούτου ή του ουτιού. Το παλαιότερο παίξιμο του λαούτου που ήταν πιο σολιστικό, χρησιμοποιούσε την ανοιχτή κάτω χορδή (ΛΑ) για την μελωδία και τις υπόλοιπες χορδές για συνοδεία. Έτσι η έκταση των μελωδιών έφτανε μετά βίας την οκτάβα, πατώντας πάνω στο ηχείο του οργάνου. Το κούρδισμα του βιολιού σε πέμπτες επηρέασε το κούρδισμα και τον χειρισμό της λύρας και του λαούτου. Πάνω σε αυτήν την λογική, η κρητική και δωδεκανησιακή λύρα κουρδίζεται σε πέμπτες (ΛΑ, ΡΕ, ΣΟΛ) και η έκτασή της φτάνει τις δύο οκτάβες, εφ’ όσον τα δάχτυλα του μουσικού παίζουν έτσι και στις τρείς χορδές. Το ίδιο συμβαίνει με το στεριανό λαούτο που κουρδίζει σε πέμπτες (ΛΑ, ΡΕ, ΣΟΛ, ΝΤΟ) ή το κρητικό (ΜΙ, ΛΑ, ΡΕ, ΣΟΛ) που έχουν συνολική έκταση δύο οκτάβες.

Ενώ οι παλαιότεροι σκοποί έχουν περιορισμένη έκταση, οι νεότεροι μπορούν να ξεπεράσουν την οκτάβα, έχοντας δυνατότητα μεταφοράς κλιμάκων. Το κούρδισμα σε πέμπτες έδωσε στο λαούτο την δυνατότητα να συνοδεύει σε όλες τις τονικότητες, μετατρέποντάς το σε καθαρά συνοδευτικό όργανο, απαραίτητο σε όλες τις στεριανές και νησιωτικές κομπανίες. Στην φλογέρα και τον ζουρνά είναι εύκολη η αυξομείωση του τονικού ύψους των φθόγγων τους, ανάλογα με το φύσημα. Είναι ευκολότερο να αποδώσουν «μαλακά» διατονικά ή χρωματικά διαστήματα. Σε όποιες περιοχές υπάρχει η παρουσία του ζουρνά (π.χ. Μακεδονία) τα τραγούδια και οι σκοποί έχουν λόγω των διαστημάτων, «ανατολικό» ύφος. Πολλοί σκοποί της Θεσσαλίας και της Ρούμελης που οι μελωδίες τους βασίζονται σε τετράφθογγα συστήματα, προέρχονται από την φλογέρα ή την μεγαλύτερη σε μέγεθος τζαμάρα. Με «καμάρες» στην δακτυλοθεσία παράγονται μελωδίες με πεντατονικό χαρακτήρα. Αναλόγως με την ένταση στο φύσημα, τετράφθογγες κλίμακες μετατρέπονται εύκολα σε χρωματικές (π.χ. Νικρίζ ή Καρτσιγιάρ).

Το βιολί έφερε στην Πόλη ο τυφλός Γιώργης στα μέσα του 18ου αιώνα, εισάγοντας την οθωμανική μουσική. Όπως λέει ο Φοίβος Ανωγειανάκης, στο βιολί παίζονται εύκολα οι ανημίτονες κλίμακες, κρατώντας το αριστερό χέρι σταθερά στην δεύτερη θέση και χρησιμοποιώντας το πρώτο, δεύτερο και τρίτο δάχτυλο.





Το κλαρίνο πρωταγωνιστεί στην μουσική ελληνική παράδοση, χρησιμοποιώντας όλες τις διαστηματικές ποικιλίες. Η μεγάλη του έκταση και οι χρωματικές του δυνατότητες, εμπλούτισαν τους παραδοσιακούς σκοπούς με δεξιοτεχνικές αναλύσεις της μελωδίας, με εισαγωγές και με οργανικές σουίτες που εμπεριέχουν νεότερες τεχνικές παιξίματος, όπως οι κλίμακες και τα αρπέζ. Το κούρδισμα του ουτιού σε τέταρτες διευκολύνει την εκτέλεση μακάμ με συναφή τετραχόρδων, όπως το ουσάκ, το καρτζιγιάρ και το χιτζάζ. Το παλαιότερο παίξιμο στο ούτι επέβαλε πάτημα με το πρώτο και τρίτο δάχτυλο του αριστερού χεριού. Η φυσική απόσταση των δύο δακτύλων δίνει αμέσως τα «μαλακά» διαστήματα των μακάμ. Ο κεμετζές και ο κεμανές, οι δύο φιαλόσχημες λύρες της Μικράς Ασίας έχουν κούρδισμα σε τέταρτες. Η ανάγκη για «γέμισμα» της μελωδίας, δίνει τεχνικές όπως το στόλισμα με τρίλιες και οι παράλληλες τέταρτες που προκύπτουν εύκολα με το κοινό πάτημα δύο χορδών ταυτοχρόνως. Κάποια περισσότερο εξελιγμένα όργανα όπως το βιολί, το κλαρίνο, το κανονάκι και το ούτι, προσφέρουν στον μουσικό πολλές δυνατότητες: έκταση, ευκολία μετάθεσης κλιμάκων, δυνατότητα διαστημάτων, ευκολία σε έκφραση και ταχύτητα. Έτσι, μπορούν να εκτελέσουν τα περισσότερα είδη της ελληνικής μουσικής και συνεργάζονται εύκολα με άλλα όργανα. Όργανα της λόγιας μουσικής της Κωνσταντινούπολης, όπως ο ταμπουράς, το πολίτικο λαούτο και το κανονάκι, προσφέρουν με τους κινητούς «δεσμούς» και τα ελάσματα δυνατότητα ακριβούς εκτέλεσης όλων των διαστηματικών μεγεθών που απαιτεί η ανατολική μουσική. Γι’ αυτόν τον λόγο τα όργανα αυτά τοποθετούνται σε ένα κεντρικό σημείο της ορχήστρας, για να ακούν τα άλλα όργανα το ενδεικτικό «κούρδισμα» των διαστημάτων. Κάποιες φορές, μέσα από το παίξιμο νεότερων οργάνων διατηρούνται ακούσματα παλαιότερων. Μέσα από ένα ιδιαίτερο παίξιμο του κλαρίνου ακούγονται η τζαμάρα, η γκάιντα, ο ζουρνάς, ακόμα και το οθωμανικό ρεμπάμπ (ομώνυμος σκοπός). Ακούγεται επίσης ο λυγμός του Ηπειρωτικού μοιρολογιού μέσα στα απότομα διαστήματα της εβδόμης. Στο παίξιμο του βιολιού αναπαράγεται ο ήχος της νησιώτικης τσαμπούνας (ρεπαντί). Τα όργανα διαφοροποιούνται στην έκφρασή τους αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής. Η κρητική λύρα, όπως και τα ριζίτικα τραγούδια, αποδίδονται με δωρική απλότητα, ενώ η πολίτικη λύρα και οι μανέδες αποδίδουν την μελωδία με ευλίγιστο τρόπο και περίτεχνα στολίδια. Ακόμα πιο σύνθετα είναι τα γυρίσματα του κλαρίνου, στα κλέφτικα και στα άλλα καθιστικά τραγούδια της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το ιδιαίτερο βιμπράτο της γκάιντας που γίντεται με την μικρή τρύπα, έχει επηρεάσει τον κυματισμό της φωνής στο Μακεδονικό τραγούδι. Οι εκφραστικές ιδιαιτερότητες που προκύπτουν λόγω αλληλοεπιρροής της φωνής και των οργάνων διαμορφώνουν το ύφος κάθε περιοχής.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου